- ἰριοειδής
- ἰριοειδήςrainbow-likemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιριοειδής — ἰριοειδής, ές (Α) όμοιος με ουράνιο τόξο, με ίριδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις + ειδής (< είδος)] … Dictionary of Greek
ἰριοειδῆ — ἰριοειδής rainbow like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰριοειδής rainbow like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰριοειδής rainbow like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰριοειδεῖς — ἰριοειδής rainbow like masc/fem acc pl ἰριοειδής rainbow like masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰριοειδοῦς — ἰριοειδής rainbow like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Iridium — Eigenschaften … Deutsch Wikipedia
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek